- τοκογλύφων
- τοκογλύφοςone who marks down his interestmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πετιόν, Αλεξάντρ Σαμπές — (Petion, 1770 – 1818). Πολιτικός και στρατιωτικός της Αϊτής. Το 1793 κατετάγη στον γαλλικό στρατό και πολέμησε εναντίον των Άγγλων, που είχαν καταλάβει το δυτικό τμήμα της Αϊτής. Το 1802 προσχώρησε στο πατριωτικό κίνημα που αγωνιζόταν για την… … Dictionary of Greek